- πρόγναθος
- -η, -ο, Ν1. ιατρ. αυτός που έχει προγναθισμό2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόγναθοςζωολ. (για έντομα) αυτός τού οποίου τα στοματικά μόρια βρίσκονται στο πρόσθιο τμήμα τής κεφαλής ή έχει το κεφάλι του σε οριζόντια θέση με τις γνάθους διευθυνόμενες προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prognathous (< προ-* + γνάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.