πρόγναθος

πρόγναθος
-η, -ο, Ν
1. ιατρ. αυτός που έχει προγναθισμό
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόγναθος
ζωολ. (για έντομα) αυτός τού οποίου τα στοματικά μόρια βρίσκονται στο πρόσθιο τμήμα τής κεφαλής ή έχει το κεφάλι του σε οριζόντια θέση με τις γνάθους διευθυνόμενες προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prognathous (< προ-* + γνάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • προγναθία — η, Ν [πρόγναθος] προγναθισμός …   Dictionary of Greek

  • προγναθισμός — ο, Ν ανθρωπολ. μορφή τού προσώπου κατά την οποία τα γναθικά οστά προβάλλουν προς τα εμπρός (α. «πλήρης προγναθισμός» προγναθισμός που αφορά και τις δύο γνάθους β. «άνω προσωπικός γναθισμός» γναθισμός που αφορά την άνω γνάθο και περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”